ἐκτρώσεις

ἐκτρώσεις
ἔκτρωσις
miscarriage
fem nom/voc pl (attic epic)
ἔκτρωσις
miscarriage
fem nom/acc pl (attic)
ἐκτιτρώσκω
bring forth untimely
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐκτιτρώσκω
bring forth untimely
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραμητρίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή του παραμήτριου συνεκτικού ιστού, συνεχόμενου με τη μήτρα. Οφείλεται, γενικά σε σταφυλόκοκκους, στρεπτόκοκκους ή κολοβάκιλους που εισβάλλουν στο παραμήτριο από τον τράχηλο της μήτρας (κατά τις εκτρώσεις, ειδικά αυτές που… …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγίτιδα — Η φλεγμονή των σ. της γυναίκας. Η φλεγμονώδης εξεργασία της σ. μπορεί να παραμείνει εντοπισμένη στη σ. ή να επεκταθεί στην ωοθήκη, οπότε προκαλεί σαλπιγγοωοθηκίτιδα, ή ακόμα να προσβάλλει και τη μήτρα (μητροσαλπιγγίτιδα). Τα συχνότερα αίτια είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”